- ασυγκλειστος
- ἀσύγκλειστοςἀ-σύγκλειστος2не запертый, т.е. не находящийся внутри
(τόπος ταῖς πλευραῖς ἀ. Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τόπος ταῖς πλευραῖς ἀ. Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ασύγκλειστος — ἀσύγκλειστος, ον (Α) [συγκλείω] αυτός που δεν είναι κλεισμένος, που δεν περιέχεται μέσα σε κάτι … Dictionary of Greek
ἀσύγκλειστος — not enclosed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)